συναυγασμός

συναυγασμός
ὁ, Α [συναυγάζω]
η ταυτόχρονη συγκέντρωση ακτίνων φωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναυγασμόν — συναυγασμός meeting of rays masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναύγεια — ἡ, Α 1. ο συναυγασμός* 2. (ιδίως στην πλατων, φιλοσ.) η συνάντηση τών οπτικών ακτίνων τού οφθαλμού με τις ακτίνες τού φωτός που εκπέμπει το ορώμενο αντικείμενο, από την οποία παράγεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αύγεια (< αυγής < αὐγή),… …   Dictionary of Greek

  • σύλλαμψις — άμψεως, ἡ, Α [συλλάμπω] φωτισμός ενός σώματος ή ενός αντικειμένου από όλες τις πλευρές, συναυγασμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”